- εξωραϊστικός
- η , ό[ν]1) украшающий, разукрашивающий, приукрашивающий; 2) благоустраивающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξωραϊστικός — ή, ό αυτός που αποβλέπει σε εξωραϊσμό χώρου, κτίσματος, περιοχής («εξωραϊστικά έργα», «εξωραϊστικός σύλλογος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
εξωραϊστικός, -ή — ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εξωραϊσμό (βλ. λ.), που εξωραΐζει, καλλωπιστικός, διακοσμητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikolaos Dailakis — N. Dailakis. Nikolaos or Lakis Dailakis (Greek: Νικόλαος Νταηλάκης, 1941) was a Greek revolutionary of the Macedonian Struggle. Dailakis was born in the village of Vërnicë, Devoll District, modern southern Albania (Northern Epirus). He… … Wikipedia
σύλλογος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινούς στόχους (α. «σύλλογος εκπαιδευτικών» β. «εξωραϊστικός σύλλογος» γ. «εμπορικός σύλλογος») 2. φρ. «σύλλογος τών καθηγητών [ή τών δασκάλων]» το σύνολο τών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε ένα… … Dictionary of Greek